Ανοίγω
τα μάτια μου. Στην αρχή δεν μπορώ να
αντιληφθώ πού βρίσκομαι και τα ανοιγοκλείνω
σπασμωδικά προσπαθώντας να θυμηθώ.
Τελικά τα χέρια μου πιάνουν το γνώριμο
ύφασμα από τα σεντόνια. Πάλι δε θυμάμαι
το όνειρο μου, ούτε τις τελευταίες
στιγμές πριν κλείσω τα μάτια μου. Λες
και γίνεται εσκεμμένα.
Μία γνώριμη φωνή με ξυπνάει από το λήθαργο των σκέψεων μου μπαίνοντας με ορμή στο δωμάτιο. «Καλημέρα καλέ μου! Καλά ξυπνητούρια! Ήρθε η ώρα να αδράξουμε την μέρα!». Αγαπημένη μου Έλενα... Από τότε που ανέλαβε να με φροντίζει όλο το 24ωρο, στιγμή δε με έχει αφήσει. Ειδικά αυτό το «άδραξε την μέρα» είναι το μότο της. Εύκολο να το λες βέβαια...
Στηρίζομαι
στα δυο μου γερά χέρια και κοιτάω το
δωμάτιο. Το πρώτο πρωινό φως με τυφλώνει
λίγο, αλλά με ζεσταίνει ευχάριστα. Ακούω
την Έλενα να φέρνει από την άκρη του
δωματίου το καροτσάκι. Άσπονδος εχθρός,
αιώνιος σύμμαχος. Ποτέ μου δε θα το
συνηθίσω αλλά ούτε μπορώ και να το
αποχωριστώ.
Με αρκετή δυσκολία, και στηριζόμενος πάντα στα χέρια μου, ανεβαίνω στο καροτσάκι μεταφέροντας και τα δύο ακίνητα μου πόδια. Η Έλενα προσφέρεται να βοηθήσει αλλά πάντα αρνούμαι ευγενικά. Δικό μου το βάρος, δική μου κι η ευθύνη να το μετακινώ.
Στο μπάνιο τα πράγματα είναι πιο δύσκολα και αναγκαστικά χρειάζομαι την βοήθεια της. Δε θυμάμαι την τελευταία φορά που είχα σταθεί όρθιος για να λουστώ. Πρέπει να ήμουν μωρό και να με έκανε μπάνιο η μητέρα μου, τραγουδώντας έναν αστείο σκοπό που με έκανε να γελάω. Ή έτσι μου έχουν πει, καθώς η ανάμνηση είναι θολή και ξεχασμένη.
Βγαίνοντας από το σπίτι συναντώ και τις μεγαλύτερες δυσκολίες. Μπορώ να βρω πολλούς λόγους να διαμαρτυρηθώ για την κατάσταση στο δρόμο, για την ασέβεια των οδηγών, για την ανευθυνότητα των περαστικών. Αλλά έχω σιχαθεί να ασχολούμαι με αυτά. Απελπίζομαι όταν δεν μπορώ να πάω με την παρέα μου για βόλτα επειδή όλοι θα σκέφτονται αν θα τα καταφέρω. Τρελαίνομαι όταν οι γυναίκες με κοιτάνε περίεργα και σκέφτονται «άραγε είναι παράλυτος και στο σεξ;». Όχι κούκλα μου, εκτός κι αν θες να σου κάνω αεροπλανικά και να κρέμομαι από τον πολυέλαιο.
Πολλές δουλειές δεν είναι εύκολες για ένα άτομο σαν και εμένα, αλλά ευτυχώς πάντα ήμουν καλός με τους αριθμούς. Στο λογιστικό γραφείο που εργάζομαι όλοι μου φέρονται με τον καλύτερο τρόπο, αν και έχω αναφέρει ότι δε θέλω καμία εξυπηρέτηση παραπάνω από τον οποιοδήποτε.
Αυτό που σιχαίνομαι, βέβαια, είναι το βλέμμα συμπόνοιας και λύπησης που συναντάω από τους πελάτες, όταν με βλέπουν.
«Δεν θέλω την λύπηση σας ηλίθιοι, ισότητα και κατανόηση ζητάω. Και βγάλε αυτό το καθυστερημένο χαμόγελο από το στόμα σου, δεν έχει πρόβλημα ο εγκέφαλός μου, τα πόδια μου έχουν!». Φυσικά καμία από αυτές τις λέξεις δε βγαίνει από το στόμα μου, παρά μόνο εξυπηρετώ όσο πιο ευγενικά μπορώ και μετά κλείνομαι στον εαυτό μου.
Η Έλενα μετά την δουλειά συνηθίζει να με πηγαίνει βόλτα στο πάρκο. Εκεί συναντώ κι άλλα άτομα με παρόμοια κινητικά προβλήματα για κουβέντα και παρέα. Η ζωή τους συνήθως περιβάλλεται από μιζέρια και αυτολύπηση, οπότε προτιμώ απλά τις περισσότερες φορές να χαζεύω τους περαστικούς.
Μία παρέα με πιτσιρίκια παίζουν ποδόσφαιρο στο πάρκο δίπλα μου. Τους παρακολουθώ νωχελικά, με μία γλυκιά εικόνα στο μυαλό μου ότι μέσα σε όλα αυτά κινείται και μία αόρατη δικιά μου σκιά, παίρνει την μπάλα, πασάρει στον πρώτο επιθετικό και σκοράρει. Η σκιά μου πανυγηρίζει και μαζί της κι εγώ.
Η μπάλα έρχεται προς το μέρος μου. Ένα αγοράκι μου φωνάζει να του την πετάξω πίσω. «Πήγαινε φέρε την ρε βλάκα, αφού ο άλλος είναι ανάπηρος δεν βλέπεις;» ακούω να του λένε οι φίλοι του. Ντροπιασμένο, έρχεται το παιδάκι και μου ζητάει συγνώμη. Του τη δίνω πίσω χωρίς να πω τίποτα. Ήρθε η ώρα να φύγουμε. Η Έλενα το καταλαβαίνει και με γυρνάει σπίτι.
Στο βραδινό είμαι ολιγομίλητος όσο κι αν προσπαθεί να μου φτιάξει το κέφι η Έλενα. Συνήθως χάνομαι, κοιτώντας έξω από το παράθυρο τον κόσμο να περνάει, να τρέχει να προλάβει ένα ταξί, να ανεβαίνει τα σκαλιά για να πάει σπίτι του, να χαζολογάει με τους φίλους του, να περπατάει μεθυσμένος τραγουδώντας, να σκοντάφτει και να πέφτει στο πεζοδρόμιο.
Ξαπλώνω στο κρεβάτι κι ακούω την Έλενα να σβήνει τα φώτα και να βγαίνει από το δωμάτιο. Μοναδικός μου σύμμαχος σε αυτήν την βραδινή συμφωνία το ταβάνι και οι σκιές που τρεμοπαίζουν. Ξαφνικά οι εξωτερικοί ήχοι χάνονται, ο πραγματικός κόσμος φεύγει στο παρασκήνιο και έρχεται ένας καινούργιος, ο δικός μου, ο μοναδικός.
Σε αυτόν τον κόσμο βλέπω τον εαυτό μου να ξυπνάει το πρωί, να κατεβαίνει από το κρεβάτι και να πετάει έξω από το παράθυρο. Να πετάει μακριά από τα τις ατελειώτες σκάλες, τις καθιστικές δουλειές, τις γυναίκες με περίλυπο ύφος. Να πετάει πάνω από τα γήπεδα που παίζουν ποδόσφαιρο, να πιάνει την μπάλα και να βάζει γκολ στο απέναντι τέρμα, να βλέπει την Έλενα και να της αναφωνεί ότι δε χρειάζεται πλέον καροτσάκι, ούτε πατερίτσες, ούτε συμπονετικά χαμόγελα, ούτε ψεύτικες συμβουλές.
Ξέρω ότι αύριο το πρωί που θα ανοίξω τα μάτια μου τίποτα από αυτά δε θα ισχύει. Μπορεί και να μην τα θυμάμαι καν.
Αυτήν την στιγμή όμως, αυτήν την μοναδική στιγμη, θα δημιουργήσω τον δικό μου κόσμο. Θα αδράξω τη μέρα και θα τη ρουφήξω ως το κόκκαλο μέχρι το επόμενο πρωί, που ο ήλιος θα με επαναφέρει στην πραγματικότητα.
Ήρθε η ώρα να κλείσω τα μάτια μου και να το απολαύσω.
Καλή
σας νύχτα.