«Θυμάμαι ακόμα την πρώτη φορά που την είδα. Καθόμουν στο μπαλκόνι μου και χάζευα τον δρόμο και ξαφνικά εμφανίστηκε στην απέναντι βεράντα. Μικροσκοπική φιγούρα, προκλητικό περπάτημα, χάλκινα μαλλιά.
Κάθισε
σε μία καρέκλα και ξεκίνησε με αργές,
τελετουργικές κινήσεις να χτενίζει τη
κόμη της. Κρύφτηκα στις σκιές για να μη
με εντοπίσει και την «έφαγα» με τα μάτια
μου.
Δεν
είχα δει στη ζωή μου πιο εντυπωσιακό πλάσμα.
Την
παρακολουθούσα μέχρι που έφυγε, αφού πρώτα
τέντωσε το κορμί της νωχελικά.
Εκείνο το
βράδυ δεν κοιμήθηκα. Γυρνούσα στο σπίτι
τρελαμένος. Μια στο τόσο, περνούσα
από το μπαλκόνι μήπως και τη
δω.
Το
επόμενο πρωί με βρήκε στον καναπέ να
χαζεύω ανόρεκτα τηλεόραση. Η μάνα μου
γκρίνιαζε που δεν είχα φάει και τα
αδέρφια μου είχαν όρεξη για παιχνίδι.
Το μόνο που ήθελα ήταν να την ξαναδώ.
Βγήκε
πάλι έξω το απόγευμα. Αυτή τη φορά, απλά
στηρίχτηκε στα κάγκελα και κοίταξε
κατευθείαν εκεί που στεκόμουν σαν
στήλη άλατος. Δεν κούνησα ρούπι, ενώ με
παρατηρούσε.
-Πώς
σε λένε;
-Κυριάκο.
Εσένα;
-Λου.
Και
κάπως έτσι πέρασαν οι μέρες. Μιλούσαμε
καμιά φορά, άλλες απλά κοιτούσαμε ο ένας
τον άλλον.
Στο
σπίτι μου πλέον είχαν καταλάβει τι
συνέβαινε και με δούλευαν ψιλό γαζί
συνέχεια! Δε νοιάστηκα και πολύ. Δεν
ήταν μια φάση. Αυτή η γυναίκα ήταν η
μοναδική που ήθελα κι ας μην την καν
είχα πλησιάσει ακόμα.
Και
κάπως έτσι τελείωσαν όλα. Μια μέρα καθώς
την κοιτούσα, σκόνταψα
κι έπεσα. Έτσι απλά, έπεσα εφτά ορόφους.
Δεν έγινε τίποτα σε αργή κίνηση, όπως
έβλεπα στις ταινίες. Δεν είδα τη ζωή μου
να περνάει μπροστά από τα μάτια μου. Ένα
τράβηγμα στο στομάχι μου από το σοκ
και μετά... τίποτα. Όταν έσκασα στο
κράσπεδο, ένιωσα το σώμα μου να
θρυμματίζεται και ήξερα ότι δεν
υπήρχε επιστροφή. Δεν
είχα εγώ εφτά ζωές.
Συνέχιζα
να αναπνέω με δυσκολία και
με κάθε εκπνοή ευχόμουν να φτύσω τη ψυχή
μου πιο γρήγορα, να γλιτώσω από
τον πόνο. Αλλά το τέλος δεν ερχόταν
ακόμα.
Ο
πατέρας κι ο αδερφός μου βρέθηκαν δίπλα
μου. Μου μιλούσαν, αλλά δεν τους καταλάβαινα.
Μάλλον προσπαθούσαν να με καθησυχάσουν.
Αλλά ήξεραν κι αυτοί ότι θα πέθαινα.
Με
κουβάλησαν ως το αυτοκίνητο, λερώνοντας
τα χέρια τους με το αίμα μου. Κοίταξα με
θολά μάτια στο μπαλκόνι της. Ήταν εκεί, με βλέμμα τρομαγμένου σπουργιτιού.
«Αντίο
Λου».
Θυμάμαι
ακόμα την πρώτη φορά που την είδα.
Ελπίζω
αν έχω εφτά ζωές, η επόμενη να με φέρει
πάλι κοντά της. Θα ήθελα μια φορά έστω,
να μυρίσω το άρωμα της. Θα ήθελα να πω
στη μάνα μου ότι με αγάπησε, όπως δεν
έκανε η βιολογική μου μητέρα. Ήθελα να
πω στους αδερφούς μου ότι, παρόλο που
τσακωνόμαστε συνέχεια, δε θα τους άλλαζα
με τίποτα. Πατέρα, ήθελα να ξέρεις πως
ένιωσα τυχερός που έζησα στην
οικογένεια σου.
Υπήρξα
ένας ευτυχισμένος γάτος.»
Αυτή
ήταν μια ιστορία ενός αγαπημένου
πορτοκαλί γάτου που έφυγε νωρίς. Ο έρωτάς
του, η Λου, μετακόμισε μετά από λίγο και
δεν ξέρουμε τι συνέβη στη
ζωή της. Ελπίζουμε μόνο να μην ξέχασε
τον Κυριάκο.
Tι;
Επειδή είναι γατιά, δεν έχουν δικαίωμα
στην αγάπη;