Ζήλια. Μία λέξη, ένα συναίσθημα,
ένα εκατομμύριο σενάρια. «Γιατί δε με πήρε ακόμη;», «Μήπως δε βγήκε με τα
παιδιά και τελικά είναι αλλού και γκομενίζει;», «Γιατί έχει κλειστό το κινητό;»,
«Γιατί δεν μου λέει πώς νιώθει;», «Ποια είναι αυτή η καινούργια παρουσία στο Facebook;»
Κουράζεις το μυαλό σου αλλά
και τη σχέση σου με σενάρια. Σχεδόν ετσιθελικά βγάζεις συμπεράσματα και
γιγαντώνεις τις φοβίες που τρέφεις. Κάπως έτσι, εντελώς ξαφνικά, από άνθρωπος
γίνεσαι ανθρωπάκι και μικραίνεις στα μάτια του συντρόφου σου, εκείνου που διάλεξε
εσένα (να σου θυμίσω) κι όχι όλους αυτούς που τρέμεις και φοβάσαι.
Αν στην τελική είσαι τόσο καλός
στο να φτιάχνεις σκηνές και διαλόγους, πάρε χαρτί και μολύβι, γράψε τα και γίνε
ο επόμενος Παπακαλιάτης. Πού ξέρεις; Μπορεί να βγάλεις και φράγκα απ᾽ όλο αυτό.
Ναι, η ζήλια δείχνει το
ενδιαφέρον μας για τον άλλον αλλά η υπερβολική ζήλια τον απομακρύνει. Πνίγεται
από ερωτήσεις ελέγχου κι ανακριτικά βλέμματα.
Ποια είναι η χρυσή τομή; Ιδέα δεν έχω. Κι εγώ, η αλήθεια είναι, πως αυτή ψάχνω τα τελευταία χρόνια. Το ομολογώ πως
είμαι ζηλιάρα. Παθολογική, στα σχοινιά, δεν ξέρω. Ξέρω σίγουρα πως όταν
ερωτεύομαι, ζηλεύω. Παρανοώ. Βλέπω τριγύρω υποψήφιους αντικαταστάτες και πρώην που
κάνουν την εμφάνισή τους και διεκδικούν εκ νέου ένα «κομμάτι απ᾽ την πίτα». Όμως,
όσο το καλλιεργώ, τόσο μεταφέρω τα δικά μου κόμπλεξ στο ταίρι μου. Κι αυτό
είναι λάθος.
Όλοι μας είμαστε άνθρωποι εύθραυστοι,
τρωτοί, με πληγές απ᾽ το παρελθόν και με φόβους για το μέλλον. Δεν είμαστε
τέλειοι και δεν πρέπει ν᾽ αναζητούμε την τελειότητα. Όλοι μας λίγο πολύ
ζηλεύουμε. Ο κάθε άνθρωπος, όμως, έχει τον δικό του κώδικα επικοινωνίας και τα
δικά του όρια. Πρέπει να προσπαθούμε να τα μάθουμε χωρίς να τα θίγουμε, ούτε να
τα προκαλούμε. Η σχέση είναι μια διαδικασία συνεχόμενης μάθησης ˙ αν πας με παρωπίδες
καλύτερα να κάτσεις σπίτι σου.
Οι σχέσεις δεν υπάρχουν για να
ικανοποιούμε το «εγώ» μας και να θρέφουμε τη ματαιοδοξία μας. Κανείς δεν είπε
πως είναι εύκολη υπόθεση και πως μόλις συμβεί αυτό το «κλικ» όλα δένουν μαγικά
μ᾽ έναν αόρατο φιόγκο.
Αν θέλεις παραμύθια παρακαλώ να
σταματήσεις να διαβάζεις αυτό το άρθρο (κι όλα τα υπόλοιπα που θα γράψω) και να
πας ν᾽ αγοράσεις μερικά βιβλία απ᾽ την κατηγορία «παιδική λογοτεχνία και
παραμυθάκια».
Μετά το πρώτο «κλικ», λοιπόν, και
μετά τους πρώτους μήνες που πετάς στα σύννεφα και η παρατηρητικότητα είναι σε
λήθη, τότε είναι που αρχίζει η ουσία. Τότε είναι που μαθαίνεις πραγματικά τον
άνθρωπο που διάλεξες.
Αν σου δίνει αντικειμενικά
το δικαίωμα για να ζηλεύεις και στα μασάει, βάλε την καμπαρντίνα σου, τα μαύρα
σου γυαλιά, την καπελαδούρα σου, πάρε και εμένα τηλέφωνο και πάμε για
παρακολουθήσεις πρώτου τύπου παρέα. Βάζω εγώ τους καφέδες, βάλε εσύ τα
ντόνατς.
Αν, όμως, δε σου δίνει κανένα
απολύτως δικαίωμα και καμία αφορμή τότε μάλλον εσύ έχεις (ή καλύτερα
παραέχεις) ζωντανή φαντασία κι εμμονικές τάσεις και το πρόβλημα είναι
καθαρά δικό σου. Κάτι που δυστυχώς το μεταφέρεις και στη σχέση σου.
Αν πιέζεις κάποιον εντατικά, αν
του τριβελίζεις το μυαλό με τα μπίρι-μπίρι σου μέρα-νύχτα, πρώτον θα ξενερώσει
και δεύτερον, ε, αυτό που φοβάσαι μάλλον θα το προκαλέσεις κιόλας.
Στην τελική, αν κάνεις την
προσπάθειά μέσα σου μία, δύο, τρεις και δεις πως δεν πάει άλλο και πως έχεις
χάσει τον εαυτό σου μέσα σ᾽ αυτόν τον φαύλο κύκλο της ζήλιας και των
μικροπρεπών σκέψεων, καλύτερα να τ᾽ αφήσεις και να προχωρήσεις. Μη μείνεις από
εγωισμό ή απ᾽ αυτό το ρημάδι το «αφού αγαπιόμαστε».
Κάποιες φορές η αγάπη από μόνη
της δεν αρκεί. Το κλειδί είναι η εμπιστοσύνη. Να χαλαρώσεις, να εμπιστεύεσαι
τον άνθρωπο που διάλεξες δίπλα σου και να ζεις όμορφα τις στιγμές σου μαζί του.
Αν πάλι δεν μπορείς, τότε καλύτερα ν᾽ αρχίσεις να συμβιβάζεσαι με την μοναξιά
σου, γιατί το λευκό φως της ανακριτικής λάμπας κανείς δεν το γουστάρει.