Ο
φύλακας έδεσε πιο σφιχτά τα χέρια του
Αλέξη στην ηλεκτρική καρέκλα.
Είχε
ακούσει για τα εγκλήματά του και δε θα
του έδινε την ευκαιρία τελευταία στιγμή
να δραπετεύσει. Ο Αλέξης τον κοίταζε με
άδειο βλέμμα.
Ο
διευθυντής της φυλακής συνομιλούσε με
τον τεχνικό. Όλα ήταν έτοιμα. Δεν υπήρχε
κανένα πρόβλημα για την εκτέλεση.
Τοποθέτησαν
το βρεγμένο σφουγγάρι στο κεφάλι του
κι έκλεισαν την μάσκα.
Ο
φύλακας έκανε δύο βήματα μπροστά του.
«Τα
τελευταία σου λόγια, πριν μας αφήσεις
για τον άλλο κόσμο;»
Ο
Αλέξης θυμόταν.
Η
ζωή στην απομόνωση δεν ήταν τόσο άσχημα
όσο είχε ακούσει. Μπορεί να είχε χάσει
τον προσανατολισμό του χρόνου, μπορεί
να ένιωθε ότι έχανε το μυαλό του, αλλά
τουλάχιστον ήταν μόνος. Αυτός και οι
σκέψεις του. Ενώπιος ενωπίω.
Δεν
ήταν σίγουρος αν είχε μετανιώσει για
το έγκλημα του. Κάποιες φορές ξεχνούσε
και για ποιο λόγο είχε καταδικαστεί.
Πάντως ακόμα κι αν το ξεχνούσε τελείως,
του το θύμιζαν συχνά οι επισκέπτες του.
«Να
ψοφήσεις σκουλίκι, ντρέπομαι που σε
έφερα σε αυτόν τον κόσμο», ήταν τα
τελευταία λόγια της μητέρας του. Πως να
την αδικήσει όμως; Της είχε καταστρέψει
τη ζωή με τις πράξεις του. Την είχε
αναγκάσει να φύγει από το χωριό για να
μην τη λιντσάρουν οι κάτοικοι. Ζούσε
μόνη της πλέον, μακριά από όλους.
«Αλέξη
μπορείς να αποδείξεις ότι είσαι αθώος.
Μπορείς! Να τους πεις ότι άκουγες φωνές,
ότι είχες ψυχολογική διαταραχή. Να
κάνουμε έφεση. Μην εγκαταλείψεις Αλέξη!».
Κακομοίρα
Τάνια. Ακόμα πίστευε σε εκείνον. Ότι
ήταν αθώος. Ότι είχε ενεργήσει ο διάβολος
μέσα του. Ο Αλέξης όμως της είχε πει να
σταματήσει. Δεν ήθελε να αθωωθεί. Δεν
υπήρχε νόημα. Ό,τι ζωή αφαίρεσε, δε
γυρίζει πίσω.
Κλεισμένος
όμως μέσα σε αυτούς τους τέσσερις
ερμητικούς τοίχους, όλη του η ζωή πέρασε
μπροστά από τα μάτια του, χορεύοντας
στις σκιές. Άξιζε τελικά το θάνατο; Μήπως
η ισόβια φυλάκιση ήταν η πιο κατάλληλη
τιμωρία; Μήπως η αιώνια απομόνωση τον
οδηγούσε στην τρέλα, στην παράνοια και
στην απώλεια της ψυχής του;
Έξω
από την φυλακή, τα ΜΜΕ έκαναν το δικό
τους δικαστήριο.
Υπέρ
της θανατικής ποινής φώναζαν οι
περισσότεροι, κατά της αφαίρεσης ζωής
οι υπόλοιποι.
«Κανείς
δεν έχει το δικαίωμα να αφαιρέσει τη
ζωή ακόμα και του πιο στυγνού εγκληματία!»
φώναζαν οι οργανώσεις Ανθρώπινων
Δικαιωμάτων.
«Να
πεθάνει ο μπάσταρδος! Αλλιώς θα τον
σκοτώσουμε με τα ίδια μας τα χέρια!»
οι πιο θερμόαιμοι. Πιθανοί συγγενείς
των θυμάτων. Δεν έμαθε ποτέ.
Οι
μέρες κυλούσαν αργά και βασανιστικά
μέχρι την τελική ημερομηνία της εκτέλεσης.
Ο
γιατρός είχε έρθει επίσκεψη να τον δει
λίγες μέρες πριν, για να βεβαιωθεί ότι
ήταν καλά ώστε να μπορέσει να εκτελεστεί.
Το θυμάται και γελάει ακόμα, με την
ειρωνία της υπόθεσης. Μετά ακολούθησε
ένας παπάς για τις τελευταίες προσευχές.
- Πάτερ
μου, ο Θεός δέχεται ακόμα και τώρα τους
αμαρτωλούς αν μετανοήσουν;
- Ναι
τέκνον μου. Αρκεί να το πιστεύεις μέσα
από την καρδιά σου.
- Ωραία.
Πες του ότι σήμερα δε θα έχει δουλειά.
Οι αμαρτίες μου είναι δικές μου και δεν
τις μοιράζομαι.
Ο ιερέας έφυγε κουνώντας το κεφάλι. Δουλειά κι αυτή. Να δίνεις συγχωροχάρτι σε αυτούς που δεν αξίζουν ούτε μία δεύτερη ευκαιρία.
Ο ιερέας έφυγε κουνώντας το κεφάλι. Δουλειά κι αυτή. Να δίνεις συγχωροχάρτι σε αυτούς που δεν αξίζουν ούτε μία δεύτερη ευκαιρία.
Ο
Αλέξης το είχε πάρει απόφαση.
Θα
έκανε έφεση για να ακυρωθεί η καταδίκη
της θανατικής ποινής. Έπρεπε να ζήσει
την τιμωρία του ως το τέλος. Να βιώσει
όλο τον πόνο που προκάλεσε, όλη την
δυστυχία που μοίρασε, να απορροφήσει
το κακό που προξένησε και να το σκοτώσει
όταν θα επέλεγε να πεθάνει και ο ίδιος.
Αλλά
να είναι δική του απόφαση. Όχι ενός
ένστολου που κοιτάει το ρολόι του και
τον ρωτάει ποια θα είναι τα τελευταία
του λόγια.
Γιατί,
ακόμα και ο χειρότερος κρίκος στην
ανθρώπινη αλυσίδα, έχει το δικαίωμα να
τιμωρηθεί όπως ο ίδιος το θέλει. Ο θάνατος
με ημερομηνία είναι μία ψεύτικη λύτρωση.
Σκοτώνει το σώμα σου αλλά αφήνει την
ψυχή σου να βασανίζεται.
- Θα
μας πεις τελικά τα τελευταία σου λόγια
ή θα πεθάνεις μουγκός;
Ο
Αλέξης κοιτούσε τον φρουρό. Κοίταξε και
τους υπόλοιπους τριγύρω του, καθώς και
το διαφανές παράθυρο με αγνώστους να
κάθονται από πίσω και να παρακολουθούν
βαριεστημένοι πότε θα κατέβει ο διακόπτης.
- Θα
ήθελα αυτό που έκλεψα από αυτούς που
σκότωσα. Τη δυνατότητα να τελειώσω τη
ζωή μου με τον δικό μου τρόπο.
Ο
φρουρός τον κοίταξε και χαμογέλασε.
Έκανε
νόημα στον τεχνικό.
Και
ο διακόπτης κατέβηκε.