Πρώτα εστίασα στο φανάρι. Ξεκάθαρο κόκκινο και καθόλου
βαθύ πορτοκαλί. Ύστερα την είδα. Φορούσε ακουστικά και φούτερ στο οποίο χωρούσε
τρεις φορές. Φαινόταν να τραγουδάει. Πάτησε στην άσφαλτο.
Ακολούθησε ο
χαρακτηριστικός ήχος των φρένων, ενώ ο οδηγός ενός μικρού Fiat προσπαθούσε
να την αποφύγει. Έτρεξα προς το μέρος της και είδα τα μάτια της νʾ ανοίγουν
διάπλατα. Πράσινα.
Έπεσα με δύναμη πάνω της και το σώμα της δεν αντιστάθηκε
καθόλου. Κυλιστήκαμε στον δρόμο κι ένιωσα τα μικρά χέρια της να γαντζώνονται
απελπισμένα απʾ τα ρούχα μου. Προσπάθησα να την κρατήσω άλλα βρήκα με την πλάτη
στο πεζοδρόμιο και την πέταξα μακριά μου. Για ακόμα μια φορά, δεν αντιστάθηκε.
Τα βλέφαρά μου ήταν βαριά και το σώμα μου μολύβι. Άκουγα
ήχους και βουητό που δεν μπορούσα να προσδιορίσω. Και τότε είδα πάλι αυτό το
πρόσωπο.
Παιδικό σχεδόν,
μόνο μάτια. Μεγάλα, πράσινα. Μου μιλούσε. Είχε παράξενα βραχνή και βαθιά φωνή για
τόσο γλυκό προσωπάκι. Πάνω στο δεξί της μάγουλο είχε μια αμυχή που αιμορραγούσε
και τα μαλλιά της κολλούσαν στα χείλη της. Τα φρύδια της είχαν ενωθεί σχεδόν.
Τα μάτια μου έκλεισαν.
Όταν τα άνοιξα ξανά, αναζήτησα εκείνη. Τη βρήκα να
κοιμάται δίπλα μου σε μία πολυθρόνα με το ίδιο φούτερ κι ένα τεράστιο τσιρότο
στο μάγουλό της. Χαμογέλασα αντανακλαστικά.
Πράσινο φως πέταξε μπροστά μου καθώς τα μάτια της άνοιγαν
και με κοίταξε.
«Είσαι καλά;» τη ρώτησα. Έγειρε το κεφάλι της αριστερά κι
έγνεψε.
Σηκώθηκε και πολύ ήσυχα ξάπλωσε στο κρεβάτι δίπλα μου, βάζοντας
το πρόσωπό της κάτω απʾ το μπράτσο μου και το χέρι της εκεί ακριβώς που
χτυπούσε η καρδιά μου. Έμεινα ακίνητος.
«Σʾ ευχαριστώ», είπε πνιχτά μερικές στιγμές -ή ίσως κάποια
χρόνια- αργότερα. Ήταν σειρά μου να γνέψω.
Σηκώθηκε όρθια και βγήκε απʾ το δωμάτιο.
Από εκείνη τη μέρα
γίναμε φίλοι. Ερχόταν στο νοσοκομείο με μια αγκαλιά μαργαρίτες κι έφευγε μόνο
για να αλλάξει ρούχα. Μου διάβαζε βιβλία που της άρεσαν και με ρωτούσε, αν
πονάω.
Την παρακολουθούσα κάθε μέρα με περισσότερη προσοχή. Δεν
της άρεσε να μιλάει για τον εαυτό της, αλλά της άρεσε να γνωρίζει τα πάντα γύρω
της. Το μόνο που ήξερα ήταν ότι την έλεγαν Φαίη, δούλευε σε μία καφετέρια και
τελείωνε αγγλική φιλολογία.
Φαινόταν σαν μωρό παιδί, πέρα απʾ τα μάτια της που μου
θύμιζαν πάντα αρχαία δάση ˙ αυτά που μπαίνεις μέσα γνωρίζοντας πως δε θα βγεις
ποτέ ξανά.
Μιλούσε ελάχιστα.
Με μάγεψε αυτό το κορίτσι. Ξύπνησε το μυαλό και το κορμί
μου με την ορμή μιας καταιγίδας. Λίγες μέρες αφότου βγήκα απʾ το νοσοκομείο,
την έκανα δική μου.
Έμοιαζε μʾ όνειρο.
Τα πάντα πάνω της ήταν ξένα, φευγαλέα.
Την αγάπησα πολύ γρήγορα. Έμαθα πως ο τρόπος της να χαμογελάσει, ήταν να σηκώσει το δεξί της φρύδι και να σουφρώσει
τα χείλη της.
Κατάλαβα πως ήταν πάντα αφηρημένη, γιατί έπλαθε ιστορίες
στο μυαλό της ανάλογα με τη μουσική που άκουγε. Συνειδητοποίησα πολύ, πολύ
γρήγορα πως μια μέρα θα έφευγε τόσο άξαφνα, όσο ήρθε. Σαν τροχαίο.
Έτσι ακριβώς μια μέρα έφυγε και δε γύρισε ξανά. Δεν την
αναζήτησα, δεν την κυνήγησα. Ήταν σαν ένα υπέροχο όνειρο, μια μαγική ζάλη και
δεν ήθελα να τη βγάλω απʾ την ομίχλη που είχε κρυφτεί. Έμεινα απλά να θυμάμαι
την ομορφιά της παρουσίας της.
Πέρασαν χρόνια από τότε και πάντα τη θυμάμαι ακριβώς
έτσι. Σαν καπνό που δεν μπορείς να φυλακίσεις. Δε θέλω να την ξαναδώ. Θέλω να
κρατήσω αυτή την υπέροχη ανάμνηση μιας εφήμερης, ξωτικής ύπαρξης. Καμία δεν της
έμοιαζε κι οι ρίζες της μέσα μου μόνο βαθαίνουν.
Αυτό συμβαίνει πάντα με κάτι που χτίζεις μόνος σου.
Γίνεται ιδανικό.
Δεν μπορείς να το απομυθοποιήσεις και, μάλλον, δε θέλεις
κιόλας. Βάζεις τον άλλον σε θέση ισχύος, του δίνεις προνόμια που αρμόζουν σε
θεούς ή δαίμονες. Δεν θα τον ψάξεις, αν εξαφανιστεί γιατί υπάρχει περίπτωση να τον
βρεις και να μην είναι πια ο βασιλιάς σου.
Μου αρέσει η μικρή μου Φαίη πάνω στο θρόνο της, να
εξουσιάζει τη ψυχή μου. Μου αρέσει η αίσθηση πως άγγιξα ένα όνειρο και πως έστω
και για λίγο το έκανα δικό μου.