Η κρυφή ιστορία της Σοφίας Δανοπούλου.
Έχουμε κοιμηθεί στο ίδιο κρεβάτι παραπάνω από μία φορά. Έχουμε μοιραστεί φαγητό, τσιγάρα, καφέ κι όλα τα καλά του κόσμου. Σου είπα πράγματα που δεν είχα πει σε κανέναν. Άκουσα και πολέμησα τους φόβους που δεν παραδέχτηκες σε κανέναν πως είχες.
Εσύ, όμως…
Γιατί δε με υποστήριξες εκείνη τη
μόνη φορά που μου ήταν δύσκολη; Γιατί δε βλέπω πια τον αριθμό σου στις κλήσεις
μου; Τόσο δύσκολο είναι ένα αναθεματισμένο μήνυμα στο Facebook;
Είμαστε φίλες λίγο καιρό αλλά
είσαι άνθρωπός μου. Ξέρω πως είσαι απασχολημένη, πως δουλεύεις σαν παλαβή αλλά
πες μου, τι στο διάολο κάνεις;
Σε βλέπω για καφέ με άτομα που
ξέρω πως σνομπάρεις. Σου λείπει αυτό που είχαμε όπως και μένα ή απλά με
ξέχασες; Μερικές φορές με κάνεις να νιώθω σαν παρατημένη γυναικούλα, γαμώτο!
Ως εδώ, ρε, κι αν είσαι αυτή που
λες πως είσαι, καταλαβαίνεις τι εννοώ. Δε σε παρακαλάω πια, δε θα κλαίγομαι σαν
ηλίθια για τα τυπικά. Αν θέλεις, ξέρεις πού να με βρεις. Και ως τότε, πάρε λίγη
τροφή για σκέψη.
Θυμάσαι τότε στο μετρό που κοιτάζαμε επίτηδες τον κόσμο κατάματα για να τους σκαλώσουμε; Ή μήπως τότε στο μπαράκι που κατεβάσαμε δεκάδες σφηνάκια και χορέψαμε πάνω σε σπασμένα γυαλιά το τραγούδι που σιχαινόσουν περισσότερο;
Θυμάσαι τότε στο μετρό που κοιτάζαμε επίτηδες τον κόσμο κατάματα για να τους σκαλώσουμε; Ή μήπως τότε στο μπαράκι που κατεβάσαμε δεκάδες σφηνάκια και χορέψαμε πάνω σε σπασμένα γυαλιά το τραγούδι που σιχαινόσουν περισσότερο;
Τις ατελείωτες ώρες στο σπίτι μου με ζεστό καφέ και τσιγάρα, παράθυρα υγρά απ᾽ τη βροχή και τα αρωματικά στικάκια, όταν λέγαμε ιστορίες η μια στην άλλη, με το χλωμό φως της αυγής να μας βρίσκει άυπνες και ονειροπόλες.
Όποιος θέλει βρίσκει χρόνο κι όλα τα άλλα είναι δικαιολογίες. Όταν έφυγα απ᾽ το νησί, μιλούσαμε συνέχεια στο Skype και στο τηλέφωνο. Καθόσουν στα σκαλοπάτια του σπιτιού μου και κάπνιζες, γιατί σου έλειπα. Τι άλλαξε, ρε;
Εγώ ακόμα σε σκέφτομαι. Τις φορές που η καθεμιά είχε αγκαλιάσει από ένα μαξιλάρι και ουρλιάζαμε σαν υστερικές με την επικούρα μιας σειράς. Σε παίρνω τηλέφωνα και δεν τα επιστρέφεις. Γίνεσαι αναβλητική και δεν μπορώ να καταλάβω το γιατί.
Κάνε ό,τι νομίζεις, αλλά άσε με
να ξέρω. Δεν άλλαξα και δεν άλλαξες.
Άλλαξαν οι ζωές μας αλλά για σένα
έχω τρέξει και περιμένω μια προσπάθεια παραπάνω. Ξέρω πόσες φορές με έχεις
υπερασπιστεί και ξέρω πόσες υποχωρήσεις έχεις κάνει, για να μπορέσεις να
καταλάβεις τον άστατο χαρακτήρα μου.
Αρνούμαι, λοιπόν, το «μάτια που
δεν βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται», φιλενάδα.
Έχεις σταματήσει να παλεύεις εδώ
και καιρό. Εγώ σε γνώρισα με το σπαθί στο χέρι. Κουράστηκα να πολεμάω μόνη μου.
Δεν αξίζει καθόλου για σένα αυτή η ιστορία;
Τέλος πάντων, πάλι πέφτω σε
λούπες και σκέψεις. Δεν έχει νόημα.
Είμαι στην πόρτα κι ετοιμάζομαι
να την κλείσω. Περιμένω μια θεία παρέμβαση ή ένα απλό τηλεφώνημα, αγαπημένη μου,
γιατί αν κλείσει αυτή η πόρτα, δεν ξανανοίγει.
Θυμάμαι πως σε είδα μια φορά να
κλαις κι ας λες σε όλους πως δε συνέβη.
Θυμάμαι το πρόσωπό σου όταν σου
είπα πως φεύγω. Πόνεσες κι έκλεινες μ᾽ απόγνωση τις κούτες με τα πράγματά μου.
Αυτό το πρόσωπο θέλω να μου πει
να μείνω.