Η κρυφή ιστορία του Χ.
Κάθομαι στο γραφείο μου. Εσύ
έρχεσαι από πάνω μου και κρυφοκοιτάζεις την ώρα που γράφω. Ξέρεις πως μ᾽
ενοχλεί αυτό γιατί δε μου αρέσει να το βλέπεις μισοτελειωμένο, αλλά παρ’ όλα
αυτά σ᾽ αφήνω.
Για να σου φύγει η περιέργεια για
μας γράφω. Δεν ξέρω πώς μου ήρθε. Ίσως, γιατί τόσους μήνες μετά θυμάμαι την
πρώτη μας νύχτα σαν να ήταν χθες.
Αρχές Φλεβάρη. Είχε λίγη παραπάνω δροσιά απ᾽ όση θα θέλαμε. Βασικά
ποιον κοροϊδεύω; Είχε τρελό κρύο κι ας το ᾽παιζα παλικαράκι, ήθελα απλά
να κερδίσω τις καλές κριτικές του κοινού.
Μπήκες στ᾽ αμάξι μου. Τα γυμνά
σου πόδια φάνηκαν για λίγα δευτερόλεπτα κάτω απ᾽ το μακρύ σου παλτό. Η ύπαρξή
σου, σκέφτηκα, είναι πλασμένη από ανείπωτες αλήθειες.
Αυτό είναι που με εξιτάρει σε
σένα ακόμη και σήμερα ˑ το μυστήριο που δημιουργεί η κάθε σου κίνηση. Το άρωμά
σου πλημμύρισε κάθε χιλιοστό της ύπαρξης μου. Τα γράφω και νιώθω να ζω
ξανά τη στιγμή αυτή.
Ξέραμε κι οι δυο τι θα ακολουθούσε, γι᾽ αυτό δε με κοιτούσες στα μάτια. Εσύ άλλαζες από αμηχανία σταθμούς στο ραδιόφωνο κι εγώ όλο, δήθεν ανετίλα, κάπνιζα και κοιτούσα τα φώτα της πόλης που ξεμάκραιναν.
Η αλήθεια είναι πως δυσκολευόμουν
ακόμη και ν᾽ ανασάνω πλάι σου. Τα χείλη μου είχαν στεγνώσει. Με τυραννούσες εσύ,
η φαντασία μου κι όλες οι μικρές κινήσεις δισταγμού. Πρώτη φορά ένιωθα έτσι. Κι
εγώ ο ίδιος στην αρχή δυσκολεύτηκα να καταλάβω αν ήταν έρωτας ή αν πάθαινα
ανακοπή. Ευτυχώς ήταν το πρώτο.
Ήξερες πως δε μένω μόνος, οπότε
σπίτι μου δεν μπορούσαμε να πάμε. Πάρκαρα κάτω από μια προπολεμική
πολυκατοικία. Γούρλωσες τα μάτια.
«Δεν είμαι κανένας παρανοϊκός
δολοφόνος, μη φοβάσαι. Αλλά ακόμη και να ήμουν, νομίζω πάλι αυτή την ατάκα θα
σου έλεγα».
Γέλασες. Πεθαίνω για το γέλιο
σου. Το σκέφτομαι εκείνη τη στιγμή αλλά στο λέω βδομάδες μετά: «Θεωρώ πως η
καλύτερη καμπύλη σ᾽ ένα γυναικείο σώμα είναι το χαμόγελό της».
Κατεβήκαμε τ᾽ απότομα σκαλιά και
φτάσαμε σ᾽ ένα υπόγειο. Στη θέση σου μπορεί και να έτρεχα. Εσύ, όμως, με
κοιτούσες με τα χείλη μισάνοιχτα όλο προσμονή κι ενδιαφέρον.
«Είναι το υπόγειο του παππού μου»,
σου λέω, «που τώρα έχει διαμορφωθεί και λειτουργεί ως σκοτεινός θάλαμος».
Ξεκλείδωσα τη βαριά μεταλλική
πόρτα. Εσύ βημάτιζες δίπλα μου. Έβγαλες το παλτό σου και κοίταζες τα φιλμ που
κρέμονταν δεξιά κι αριστερά, τον εμφανιστή στη γωνία που ήταν έτοιμος να δώσει
ζωή σε μερικές ακόμη στιγμές.
Φαντάζομαι κάπου εδώ θα σκέφτηκες
πόσες ακόμα έχω φέρει εδώ κάτω. Τώρα που το γράφω σου λέω πως ήσουν η πρώτη κι
ας μη με πιστεύεις. Το μέρος αυτό είναι τόσο σημαντικό για μένα, όσο κι εσύ.
-Ντρέπομαι γι᾽ αυτό το ερείπιο
που αντικρίζεις και σου ζητάω συγγνώμη για την πολυτέλεια που δεν υπάρχει.
-Φίλα με. Είμαι μαζί σου κι αυτό
μου αρκεί.
Σαν καρέ από ταινία του Γούντι
Άλεν συνδυάζεται ο ρομαντισμός της πρώτης επαφής κι ο απόλυτος στεγνός
ρεαλισμός των ανύπαρκτων κατάλληλων σκηνικών, δηλαδή εμείς που φιλιόμαστε στον
σκοτεινό μου θάλαμο.
Πήρα μια βαθιά ανάσα και τα χείλη μας ενώθηκαν. Οι γλώσσες μας
ακολούθησαν κι αυτές την ένταση της στιγμής. Ο ερωτισμός είχε φτάσει, πλέον, σε
ύψη πυρετού κι έκανε την ατμόσφαιρα μεθυστικά αποπνικτική.
Άρχισαν τα ρούχα μας να πέφτουν
διαδοχικά στο πάτωμα. Το δέρμα σου εύθραυστο σαν πορσελάνη. Στο πρώτο μου
άγγιγμα ανατρίχιασε όλο σου το κορμί.
-Κρυώνεις; ρώτησα.
-Δεν είναι από το κρύο, μου
απάντησες.
Χάθηκες ανάμεσα στα δάχτυλά μου.
Άρχισες ν᾽ ανασαίνεις βαριά, βασανιστικά. Το κορμί σου παλλόταν ανυπότακτο μέσα
στο δικό μου. Έμπηξες τα νύχια σου στην πλάτη μου. Ο μόνος ήχος που ακουγόταν
ήταν οι ανάσες μας. Έσμιξαν τα κορμιά μας για πρώτη φορά μ᾽ έναν τρόπο πρωτόγνωρο
ακόμη και για μένα.
Είναι μυστήριο πράγμα τελικά η πλημμύρα της επαφής, το πάθος στο φιλί, η φλόγα στο κορμί. Σε λίγα λεπτά οι τελευταίες νυχτερινές ώρες θα ξεπλένονταν απ᾽ το φως των πρώτων πρωινών.
Σε πήρα αγκαλιά και σε κέρασα
καπνό με το πρώτο μας πρωινό φιλί μαζί με μια κούπα καφέ. Εκείνη τη στιγμή
κατάλαβα πως αυτά τα χείλη ήθελα να φιλάω κάθε πρωί για «καλημέρα» μέχρι να
γεράσω.
Ακούγεται τώρα απ᾽ το ραδιόφωνο
ο στίχος εκείνου του γνωστού τραγουδιού, λες και κάποιος διάλεξε για μας
το soundtrack της πρώτης
μας βραδιάς.
«Όπου και να βγει θα σ’ αγαπώ,
έγινε η ζωή μου πια δική σου…»