Η κρυφή ιστορία του Γιάννη Στεργίου.
Ήταν μια βραδιά του Αυγούστου. Μόλις είχα τελειώσει τη
δουλειά κι άραζα με τον κολλητό μου έξω απ’ το μαγαζί που δουλεύαμε.
Πίναμε
μπίρες, τα λέγαμε και λυνόμασταν στα γέλια. Αγαπημένη συνήθεια όσων δουλεύουν
παρέα με φίλους, να μένουν λίγο ακόμα.
Όλα καλά μέχρι που χτύπησε το τηλέφωνο. «Τι θέλει τώρα αυτή;»,
μονολόγησα. Ήταν η πρώην μου. Χωρίσαμε την άνοιξη κι αναγκαστικά έφυγε να
δουλέψει σεζόν στην Κεφαλονιά. Σε κάποιο μεθύσι την είχα πάρει τηλέφωνο να
γυρίσει, μα απάντησε πως είναι καλά, πως γνώρισε κάποιον και πως θέλει να
προσπαθήσει μαζί του.
Γνωστός dj
ο
τύπος στο νησί. Απ᾽ αυτούς που βλέπεις και λες μακάρι να ήμουν κι εγώ έτσι.
Χαμόγελο, σώμα, δικτυωμένος παντού. Τι να του πω εγώ απ’ τη ζωή μου;
Μόνο που ήταν λίγο νευρικός. Τη νύχτα που την είχα πάρει,
τον άκουσα να ωρύεται κι αυτή να μου το κλείνει απότομα.
«Δε θα ξαναενοχλήσω», είπα, μιας και δε γούσταρα ποτέ να
γίνομαι το τρίτο άτομο ανάμεσα στην ευτυχία των άλλων.
Δεν το σήκωσα και τ᾽ άφησα στη δόνηση. «Τώρα που με
θυμήθηκε είναι αργά» σκέφτηκα, μα αυτή συνέχιζε να καλεί. «Δε γαμιέται; Το
σηκώνω και ας μου χαλάσει η διάθεση» είπα στον κολλητό μου.
Η φωνή στην άλλη μεριά της γραμμής ίσα που ακουγόταν να
βαριανασάνει. Άκουγα αυτοκίνητα να περνάνε κι ύστερα κενό.
- Μ᾽ ακούς; Τι έγινε; Μ᾽ ακούς γαμώτο;
Απάντησε τελικά. Βρισκόταν στην Πάτρα καθώς η σεζόν τελείωσε
νωρίτερα με τον δικό της. Τσακώθηκαν και τη χτύπησε άσχημα. Έπειτα την έδιωξε
απ᾽ το σπίτι με τις σαγιονάρες και χωρίς ένα ευρώ στα χέρια. Ούτε τα ρούχα δεν
την άφησε να πάρει.
Οι γονείς της ήταν Αθήνα αλλά εκείνη δεν τα πήγαινε καλά
μαζί τους. Και πού να πάει ένα κορίτσι είκοσι χρονών σε μια πόλη ξένη; Φίλες
πραγματικές δεν είχε. Για φίλους-άντρες ούτε λόγος.
Ένιωσα το αίμα να μου ανεβαίνει στο κεφάλι, Το χέρι που
κράταγα το ακουστικό έτρεμε, ενώ το τσιγάρο έπεσε στο πάτωμα. Είχα βιώματα
ενδοοικογενειακής βίας μικρός και μόνο που το θυμήθηκα, δεν μπορούσα να μη τη
βοηθήσω, ασχέτως τι έγινε μεταξύ μας στο παρελθόν.
- Κλείσε. Έρχομαι.
Ο φίλος μου με ρώτησε πού σκατά πάω έτσι τρελαμένος. Του
τα είπα περιεκτικά όπως τ᾽ άκουσα κι εγώ και το μόνο που είχε να απαντήσει ήταν
πως θα ερχόταν μαζί και πως δεν υπήρχε περίπτωση να μ᾽ αφήσει να πάω μόνος.
Φύγαμε και γύρω στις τέσσερις το ξημέρωμα ήμασταν εκεί.
Τη μαζέψαμε έξω από ένα περίπτερο λίγο πιο πέρα από την πολυκατοικία που έμενε.
Φτάσαμε στο σπίτι του τυπά κι ανεβήκαμε απ᾽ τις σκάλες στον δεύτερο.
Του χτύπησε την πόρτα, καθώς στεκόμασταν και οι τρεις απ᾽έξω.
Την πόρτα άνοιξε δειλά μια κυρία. Η μάνα του ήταν. Ο νταής ήταν τριάντα χρονών
μαντράχαλος κι έμενε ακόμα με τη μαμά.
Τη ρωτάει πού είναι ο γιος της και τότε αυτός πλησίασε.
- Ποιοι είναι οι νταβατζήδες που έφερες μαζί; Δε σου είπα
να μην ξαναπατήσεις το πόδι σου εδώ;
Αυτό ήταν. Το ποτήρι ξεχείλισε. Έσπρωξα την πόρτα και τον
κουτούλησα. Πήγε να με πιάσει απ᾽ το κεφάλι αλλά του πρόλαβα μια στ᾽ αρχίδια. Έτσι κι αλλιώς
διακοσμητικά τα είχε.
Μπήκε στη μέση ο κολλητός μου να μας χωρίσει αλλά μια
προσβολή εναντίον του, ήταν αρκετή ώστε να του πατήσει μια μπουνιά στο στόμα και
να μετρήσει τα δύο μπροστινά του δόντια.
Έμεινε κάτω λίγες στιγμές ζαλισμένος και τελικά κατάλαβε
πως ήταν προτιμότερο να μη σηκωθεί άλλο. Το πρωί σίγουρα θα είχε ραντεβού με
τον οδοντίατρο.
«Γαμώ τα εφέ και το δήθεν του κάθε λεζάντα. Του κάθε και
καλά τρομερού γκόμενου που πλασάρει
κοιλιακούς, γνωριμίες και μόδα και πάτε και πέφτετε κάποιες σαν κοτόπουλα»,
σκέφτηκα.
Η πολυκατοικία είχε
βγει έξω κι η μάνα του ήθελε να καλέσει την αστυνομία για παραβίαση
ασύλου. Το ξανασκέφτηκε, όμως, όταν της είπα πως θα τον πάρουμε μαζί μας στο
κρατητήριο για ξυλοδαρμό.
Με τα πολλά μάζεψε τα πράγματά της γρήγορα και
φύγαμε Αθήνα. Τη φιλοξένησα μία βδομάδα,
μέχρι να ηρεμήσει και η μούρη της απ᾽ τις μπάτσες που είχε αρπάξει.
Προσπαθήσαμε να τα ξαναβρούμε αλλά ήταν χαμένος κόπος. Όταν
μπαίνουν τέτοια περιστατικά στη μέση, δύο άνθρωποι δεν μπορούν να είναι ξανά
μαζί.
Έπειτα πήγε στους δικούς της και μάλλον δεν τους το είπε
ποτέ. Χαθήκαμε από ένα διάστημα και μετά. Και καλύτερα.
Παρόλα αυτά, πρέπει να είμαστε άνθρωποι πρώτα και μετά
οτιδήποτε άλλο. Το ότι δεν ταιριάζουμε σαν χαρακτήρες ερωτικά, δε σημαίνει πως
θ᾽ αφήσουμε και τον άλλον στο έλεος της μοίρας του. Πόσο μάλλον όταν είναι
απροστάτευτος κι ανήμπορος να προστατέψει τον εαυτό του.
Αυτή είναι τώρα σε κάποιο νησί πάλι για δουλειά. Δεν κρατάμε επαφές γιατί δε θέλω και δε θέλει. Εύχομαι μόνο να είναι καλά και η μία φορά που την έπαθε να ήταν αρκετή.
.