Η κρυφή ιστορία της Μαρίνας Ηλιάδη.
Κάθομαι στο σαλόνι στο ανακαινισμένο σπίτι μου με τα ολοκαίνουρια έπιπλά μου και κοιτώ τον γαλανό,
καλοκαιρινό ουρανό έξω απʾ τη μεγάλη τζαμαρία της τραπεζαρίας.
Εχω τραβήξει τις μπορντώ κουρτίνες
για να μη μου κρύβει τίποτα τη θέα. Αυτός ο ουρανός είναι που με κράτησε
ζωντανή όλον αυτόν τον καιρό.
Θυμάμαι πώς ήμουν πριν οχτώ
μήνες, τότε, που η ζωή μου διαλύθηκε εξαιτίας της αδυναμίας που του είχα.
Εξαιτίας της αδυναμίας μου να ζω χωρίς εκείνον.
Με θυμάμαι να σέρνομαι εδώ μέσα και να θέλω να
βάλω φωτιά, να κάψω τα έπιπλα που με τόση αγάπη διάλεξα για να ντύσουν το σπίτι
που θα ζούσα εγώ κι εκείνος.
Ο Σταμάτης. Τώρα πια μπορώ να πω
το όνομά του χωρίς να νιώθω ότι μου ξεριζώνει την καρδιά απʾ το στήθος.
Κοιτώντας πίσω την ιστορία μας, μπορώ πια να πω με σιγουριά πως στην αρχή κάθε
έρωτα μπορείς να δεις το τέλος του.
Όταν τον γνώρισα ήμασταν και οι
δύο σε άλλες σχέσεις. Εγώ μʾ έναν εξαιρετικό άνδρα που κάθε γυναίκα θα ήθελε να
έχει δίπλα της κι εκείνος με μια «κοπέλα για σπίτι», όπως συνήθιζε να την
αποκαλεί.
Γνωριστήκαμε στη δουλειά και η
μοίρα το ʾφερε να με μεταφέρουν στο ίδιο τμήμα μʾ εκείνον. Πάντα με υπεράσπιζε,
πάντα με βοηθούσε, ποτέ δε με άφηνε εκτεθειμένη ακόμη κι όταν έκανα λάθη.
Δειλά-δειλά ξεκίνησα μια
επικοινωνία μαζί του, τηλεφωνικά στις ώρες που ήμασταν στο γραφείο στην αρχή,
με μηνύματα και emails στη συνέχεια.
Πάντα, όμως, εγώ ήμουν που έκανα
την αρχή. Ποτέ εκείνος. Μέχρι τη στιγμή που προσφέρθηκε να με πάει σπίτι
μου.
Μετά από εκείνο τʾ απόγευμα, η
συνέχεια ήταν μονόδρομος. Μπήκαμε σε μια σχέση εντελώς παράφορη. Εγώ χώρισα από
τον τότε σύντροφό μου και, μάλλον, τον πλήγωσα πολύ.
Τώρα ξέρω καλά πώς ένιωσε.Ο
Σταμάτης όμως δεν μπόρεσε να το κάνει. Μου ζήτησε πίστωση χρόνου. Του την έδωσα
και μίσησα τον εαυτό μου για αυτό.
Η σχέση μας ήταν γεμάτη
αντιφάσεις. Τον λάτρευα και τον μισούσα που με ανάγκαζε να ζω σε μια παράνομη
σχέση. Ποτέ δε σκέφτηκα την ευθύνη μου. Ακόμη θεωρώ πως δεν είχα ευθύνη. Ήμουν
άβουλη κι αδύναμη μπροστά του. Το μόνο που με ένοιαζε ήταν η αγκαλιά του, τα φιλιά
του, η ανάσα του πάνω μου γιατί κι εγώ ζούσα κι ανάσαινα μόνο γιʾ αυτόν.
Κάποτε χώρισε. Και τότε άρχισε
αυτό που αποκαλώ «η καλύτερη περίοδος της ζωής μου». Επιτέλους, ο άνδρας που
ονειρευόμουν όλη μου τη ζωή ήταν δικός μου.
Ζούσα το απόλυτο. Διακοπές μαζί
του, κοιμόμουν και ξύπναγα στην αγκαλιά του, τον φρόντιζα σαν να ʾταν
εύθραυστος, τον λάτρευα και για τους δυο μας. Χωρίς να το καταλάβω, έγινε η ζωή
μου.
Έπαψα να είμαι η χαρούμενη,
πρόσχαρη, μπριόζα Μαρίνα γιατί ζήλευε. Σταμάτησα να ντύνομαι σέξι γιατί τον
πρόσβαλε. Έκοψα με τις φίλες μου, γιατί με ζήλευαν και δεν του γέμιζαν το μάτι.
Μα δε με ένοιαζε τίποτα, μόνο εκείνος και η αγάπη του.
Το έβλεπα πως μʾ αγαπούσε. Το
2013 μείναμε και οι δύο άνεργοι, αφού η εταιρεία έκλεισε, όμως, ούτε αυτό με
ένοιαξε. Φτάνει που είχα εκείνον. Έβαλα λυτούς και δεμένους να του βρουν
δουλειά και, τελικά, βρήκαμε κι οι δύο.
Κι αφού είχα κατακτήσει τον
απόλυτο έρωτα, έπρεπε νʾ ανέβω και το επόμενο σκαλί. Αυτό της εκκλησίας. Έπρεπε
να γίνω κυρία Κοκοβίκου. Εκείνος το ʾχε ξαναπεράσει, είχε παντρευτεί στα 30 του
και είχε χωρίσει μετά από δύο μήνες. Δεν ήθελε νταούλια και βιολιά. Μόνο εμένα,
τους γονείς και δυο φίλους, μου έλεγε.
Όμως εγώ τα ήθελα όλα. Και τούλια
και νυφικά και παρανυφάκια και πυροτεχνήματα. Λες και παντρευόμουν μόνη μου. Τα
κανόνισα όλα και μόνο του γκρίνιαζα για την αδιαφορία του, γιατί δε συμμετείχε
πουθενά. Υπήρχαν φορές που ένιωθα πως, αν μπορούσε, θα έστελνε πληρεξούσιο στην
εκκλησία προκειμένου να μην έρθει ο ίδιος.
Ένα μήνα πριν το γάμο ανακάλυψα
ότι με απατά. Δεν ήταν δύσκολο. Μια γυναίκα το ξέρει πάντα. Το νιώθει πριν καν
συμβεί. Τον παρακολούθησα απλά και μόνο για να μη με βγάλει τρελή, πράγμα που
φυσικά έκανε.
Τα ακύρωσα όλα: νυφικά, εκκλησία,
κτήμα, μπουμπουνιέρες. Κλείστηκα στο σπίτι που προοριζόταν να γίνει η ερωτική
μας φωλιά κι έπεσα να πεθάνω. Έχασα δεκατρία κιλά, τα μάτια μου ήταν, μονίμως,
πρησμένα απʾ το κλάμα.
Τη μια σκεφτόμουν να συρθώ στα
πόδια του και να τον παρακαλέσω να μείνει μαζί μου κι ας έχει όσες ερωμένες
θέλει. Την άλλη σκεφτόμουν να του κάψω το αυτοκίνητο μαζί με την γκόμενα μέσα.
Άλλες φορές σκεφτόμουν να πέσω απʾ το μπαλκόνι.
Ευτυχώς, δεν έκανα τίποτα από
αυτά. Απʾ τον Σεπτέμβρη που χωρίσαμε έως σήμερα, ελάχιστες φορές μιλήσαμε. Όσες
φορές με προσέγγισε, δεν κατάλαβα τι ήθελε. Σαν να μου έλεγε «κάτι θέλω από
σένα αλλά δεν ξέρω τι. Μάλλον τίποτα». Δεν μπόρεσε ποτέ να με κοιτάξει στα
μάτια.
Τώρα πια νιώθω καλύτερα. Άρχισα νʾ
αγαπώ το σπίτι μου. Άρχισα να γυμνάζομαι, να χορεύω, να βγαίνω, να κάνω νέες
παρέες αφού τις παλιές τις παράτησα και ντρέπομαι τόσο για αυτό.
Δεν είμαι ακόμη ο εαυτός μου.
Ίσως, γιατί έχω αλλάξει και πρέπει να με ανακαλύψω απʾ την αρχή. Ο μεγάλος
πόνος αλλάζει τους ανθρώπους. Τώρα είμαι πιο προσεκτική.
Δεν είμαι έτοιμη ακόμη νʾ αγαπήσω
έναν άνδρα. Προέχει όμως να αγαπήσω και να συγχωρήσω κάποιον άλλον: τον εαυτό
μου.