Η κρυφή ιστορία της Ε.
Κάποιοι λένε πως τα καλύτερα έρχονται εκεί που δεν τα
περιμένεις. Ναι, έρχονται. Χωρίς καμία προειδοποίηση, χωρίς καμία συνταγή για
να τα κρατήσεις το ίδιο συναρπαστικά κι ατέλειωτα, όπως φαίνονταν στην αρχή.
Δεν ήθελα να έρθω σ’ αυτό το πάρτι. Δεν ήξερα κανέναν, χάρη θα έκανα σε μια φίλη. Θυμάμαι το καλωσόρισμά σου στην πόρτα, τον θαυμασμό που μου φάνηκε ενοχλητικός. Κι ύστερα τον χορό μας και τις στιγμές που ακολούθησαν που ήταν απʼ τις πιο δυνατές στιγμές της ζωής μου.
Δυο άνθρωποι τόσο
διαφορετικοί, μα τόσο ταιριαστοί. Δυο σώματα εξαρτημένα το ένα απʼ τʼ άλλο, μα
παράλληλα δυο ζωές που μαζί δεν άντεχαν το φως της μέρας.
Κλείναμε την πόρτα πίσω μας και δεν υπήρχε κάνεις.
Αγγίζαμε ο ένας τον άλλο και παίρναμε φωτιά. Τα μάτια μας μιλούσαν. Ήσουν ό,τι
ήθελα να έχω κι ό,τι απέφευγα μια ζωή.
Έφευγα πάντα πριν ξημερώσει.Ήταν ένα παιχνίδι που έπρεπε να παίζω αυτή η φυγή στα
σκοτάδια. Παιχνίδι που μ’ έφερνε πιο κοντά σου κι ας προσπαθούσα να κρατήσω
αποστάσεις.
Εσύ απʼ την άλλη ακριβώς το αντίθετο. Προσπαθούσες να με
προσεγγίσεις και κάθε φορά που το επιχειρούσες, απομακρυνόσουν ολοένα και
περισσότερο από μένα. Ποιος ξέρει; Ίσως, από φόβο για όσα ξεκινούσες να νιώθεις
καθώς με γνώριζες καλύτερα.
Τελευταία φορά σε είδα πίσω απʼ το τζάμι του παραθύρου να
φεύγεις, σαν κλέφτης, τα ξημερώματα. Τόσο όμορφος και τόσο ήρεμος καθώς
έβγαινες απʼ την πόρτα. Αν ήξερα πως εκείνο ήταν το τελευταίο βράδυ που σʼ
έβλεπα, ίσως, να σε χάζευα λίγα δευτερόλεπτα παραπάνω και να μην έπαιρνα τα
μάτια μου μέχρι να στρίψεις στη γωνία.
Ήμουν σίγουρη πως θα ξαναρχόσουν. Έτσι πίστευα τουλάχιστον
και σε περίμενα. Περίμενα το βράδυ της επόμενης ημέρας, της μεθεπόμενης και της
παραμεθεπόμενης. Έτσι κύλησαν όλα τα βράδια εκείνης της εβδομάδας, του μήνα,
του χρόνου. Μακριά σου και χώρια σου.
Χρόνια μετά, στέκομαι πάλι ξημερώματα κάνοντας το
τελευταίο μου τσιγάρο και κοιτάω τον ουρανό που σιγά-σιγά φωτίζεται και σκέφτομαι
πως είναι τόσο δύσκολο να συμβιβαστείς με την ιδέα πως αυτό που
έζησες μʼ έναν άνθρωπο τελείωσε.
Είναι ακατόρθωτο κι επίπονο να ξεχάσεις, να προσπεράσεις,
να κοιτάς άψυχες φωτογραφίες και να σκέφτεσαι πως μεγαλώνει, αλλάζει, προχωράει.
Να γνωρίζεις πως τώρα πια δεν έρχεσαι στο μυαλό του.
Δεν είναι εύκολο να διαχειριστείς τον πόνο. Να κρατάς στο
χέρι λόγια ανείπωτα, αγκαλιές και φιλιά χωρίς παραλήπτη και να παρηγορείσαι λέγοντας στη σιωπή «σʼ ευχαριστώ που μʼ άφησες να το ζήσω, έστω και για λίγο».
Είσαι ο έρωτας που φοβήθηκα να ζήσω. Το «σ’ αγαπώ» που
ντράπηκα να πω, η σκέψη που κουβαλώ πάντα μαζί μου, αυτό που μου λείπει και δεν
μπορώ να ξαναγγίξω. Αυτός που μόνο εγώ γνώριζα. Είσαι ό,τι αγαπώ και μισώ
ταυτόχρονα.
Δεν ξέρω αν, όντως, ερωτευόμαστε μόνο μία φορά στη ζωή
μας αλλά όσο μέλλον δεν είχαμε, εγώ άλλο τόσο σʼ ερωτευόμουν.
Να προσέχεις.